περβάζι

περβάζι
το рама (оконная, дверная)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "περβάζι" в других словарях:

  • περβάζι — και πρεβάζι, το 1. πλαίσιο θύρας ή παραθύρου από ξύλο ή μέταλλο 2. το κάτω τμήμα τού πλαισίου ενός παραθύρου. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. pervaz] …   Dictionary of Greek

  • περβάζι — το (λ. τουρκ.), πλαίσιο παραθύρων και θυρών …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • θύρωμα — το (Α θύρωμα) [θυρώ] το πλαίσιο θύρας ή παραθύρου, το περβάζι, το κούφωμα νεοελλ. τα ανοίγματα που αφήνονται στην οικοδομή και χρησιμοποιούνται για εντοίχιση τών θυρών αρχ. 1. επιφάνεια μαρμάρινη ή πλαισιωμένη από τοίχο ή ξύλο την οποία… …   Dictionary of Greek

  • κάσα — (I) κάσα, ἡ (Α) οίκημα, καλύβα. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < λατ. casa «σπίτι»]. (II) η 1. κιβώτιο από σανίδες μέσα στο οποίο τοποθετούνται αντικείμενα για φύλαξη ή μεταφορά, κασόνι 2. φέρετρο νεκρού, κιβούρι, νεκροκρέβατο 3. σιδερένιο χρηματοκιβώτιο 4.… …   Dictionary of Greek

  • πρεβάζι — το, Ν βλ. περβάζι …   Dictionary of Greek

  • τελάρο — το, Ν» 1. πλαίσιο πάνω στο οποίο τεντώνουν το ύφασμα τού κεντήματος 2. πλαίσιο για θύρα ή παράθυρο, περβάζι 3. ξύλινο ή πλαστικό κιβώτιο για την τοποθέτηση λαχανικών. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. telaro] …   Dictionary of Greek

  • κομβολβουλίδες ή κονβολβουλίδες — (convolvulaceae). Οικογένεια δικοτυλήδονων φυτών της τάξης των σωληνανθών. Περιλαμβάνει περίπου 85 γένη θαμνωδών ή ποωδών φυτών, που χαρακτηρίζονται από λεπτούς, έρποντες ή αναρριχώμενους βλαστούς και απλά, ορισμένες φορές λοβωτά, κατ’ εναλλαγή… …   Dictionary of Greek

  • πλαίσιο — το 1. τετράπλευρο ή άλλου σχήματος περιθώριο που περιβάλλει ή συγκρατεί κάτι. 2. περβάζι, κορνίζα, τελάρο: Το πλαίσιο της φωτογραφίας θέλει άλλαγμα. 3. σκελετός πάνω στον οποίο στηρίζεται κάτι: Το πλαίσιο του αυτοκινήτου, αλλιώς σασί. 4. τα όρια… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τελάρο — το (λ. ιταλ.) 1. πλαίσιο για τέντωμα κεντήματος: Τελάρο κεντήματος. 2. ξύλινο πλαίσιο πόρτας, παραθύρου κτλ., κάσα, περβάζι. 3. ξύλινο τετράγωνο σκεύος για τοποθέτηση και μεταφορά φρούτων …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»